αλλαγη

αλλαγη
    ἀλλαγή
    ἀλλᾰγή
    дор. ἀλλᾰγά ἥ
    1) перемена, смена, замена, изменение
    

ἐν ἀλλαγᾷ λόγου Aesch. — с изменением известия, т.е. если это известие окажется ложным;

    ἀλλαγᾷ βίου Soph. — в силу житейских превратностей;
    ἥ κατὰ τόπον ἀ. Arst. — перемена места, перемещение

    2) (торговый) обмен, (товарное или денежное) обращение Plat.
    

δι΄ ἀλλαγῆς Arst. — в порядке обмена

    3) pl. взаимоотношения
    

(πρὸς ἀλλήλους Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλλαγη" в других словарях:

  • ἀλλαγή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλαγή — η 1. μεταβολή, μετατροπή: Έκανε αίτηση για αλλαγή του επωνύμου του. 2. αντικατάσταση φρουράς: Δεν έγινε ακόμη αλλαγή φρουράς. 3. καθαρισμός και επίδεση πληγής: Πηγαίνω μέρα παρά μέρα στο νοσοκομείο για αλλαγή. 4. μετακίνηση σε άλλο κλίμα: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • ἀλλαγῇ — ἀλλάσσω make other than it is aor subj pass 3rd sg ἀλλαγή change fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

  • ἀλλαγαῖς — ἀλλαγή change fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγαί — ἀλλαγή change fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγᾷ — ἀλλαγή change fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγῆς — ἀλλαγή change fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγήν — ἀλλαγή change fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγῶν — ἀλλαγή change fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»